- άτριχος
- άτριχος, -η, -ο και ατρίχωτος, -η, -οαυτός που δεν έχει τρίχες: Όλο το πάνω μέρος του κεφαλιού του ήταν άτριχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄτριχος — without hair masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτριχος — η, ο (AM ἄτριχος, ον) αυτός που δεν έχει μαλλιά ή γένεια αρχ. ως ουσ. ὀ ἄτριχος είδος ερπετού … Dictionary of Greek
ἄτριχον — ἄτριχος without hair masc/fem acc sg ἄτριχος without hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρίχοις — ἄτριχος without hair masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρίχων — ἄτριχος without hair masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρίχῳ — ἄτριχος without hair masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτριχα — ἄτριχος without hair neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτριχοι — ἄτριχος without hair masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθριξ — ἄθριξ, ο, η (Α) [θρίξ] ο χωρίς τρίχες, άτριχος … Dictionary of Greek
άμαλλος — η, ο (Μ ἄμαλλος, ον) (κυρίως για υφάσματα) αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχωμα ή χνούδι νεοελλ. (για πρόσωπα) άτριχος, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ + μαλλός «μαλλί»] … Dictionary of Greek